- παραστήκω
- παραστήκω,A = παρίσταμαι, LXX Nu.7.2, V.l. in Jd.3.19.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παραστήκω — ΜΑ παραστέκω, παραστέκομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + στήκω* «στέκομαι»] … Dictionary of Greek